πελέκηση
Смотреть что такое "πελέκηση" в других словарях:
πελέκηση — η / πελέκησις, ήσεως, ΝΑ [πελεκώ] το κόψιμο ξύλων με τον πέλεκυ … Dictionary of Greek
πελεκήση — πελέκησις hewing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρφεία — καρφεῑα, τὰ (Α) 1. ώριμος καρπός 2. κομμάτια ξύλου που σχίζονται ή κόβονται από πελέκηση μεγαλύτερου τεμαχίου ξύλου, οι παρασχίδες, τα πελεκούδια («καρφεῑα κέδρου», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. εῖον (πρβλ. ιερατ είον, σκαφ είον)] … Dictionary of Greek
λατύπη — η (Α λατύπη) το απότριμμα τών λίθων που απομένει μετά την πελέκηση ή τη λάξευση, χαλίκι («ἐκ γὰρ τῆς λατύπης σωροί τινες πρὸ τῶν πυραμίδων κεῑνται», Στράβ.) νεοελλ. (πετρογρ.) γωνιώδες αδρομερές τεμαχίδιο που προκύπτει από τη θραύση τών… … Dictionary of Greek